Περθ

Περθ
(Perth). Όνομα 2 πόλεων. 1. Πόλη (... κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη Σκοτία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας. Είναι χτισμένη πάνω στον πλωτό ποταμό Τέι, σε απόσταση 50 χλμ. από το Εδιμβούργο, με το οποίο συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή. Έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία (μηχανοκατασκευές, γεωργικά μηχανήματα, υφαντουργία, χαλιά), και εμπόριο (ζώων, λαχανικών και σιτηρών). Κυριότερο μνημείο του παρελθόντος είναι το ναός του Αγίου Ιωάννη, κτίριο γοτθικού ρυθμού του 13oυ-15oυ αι. ανακαινισμένο το 1891. Η ομώνυμη κομητεία του Περθσάιρ βρίσκεται στην κεντρική Σκοτία και είναι η τέταρτη σε έκταση της χώρας (6458 τετ. χλμ., κάτ.). Εκτός από το Π., που είναι η πρωτεύουσά της, άλλη σημαντική πόλη είναι το Κριφ. Η Π. υπήρξε ρωμαϊκή πόλη, που αποτελούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο στους πρώτους αιώνες της χριστιανικής περιόδου και για μεγάλο διάστημα ήταν γνωστή με το όνομα Σεντ Τζόνστοουν, που αντικαταστάθηκε οριστικά με το σημερινό τον 17o αι. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεσαιωνική ιστορία της Σκοτίας, της oποίας ήταν μέχρι το 1437 κυβερνητική και κοινοβουλευτική έδρα, και στους αγώνες των Σκότων για εθνική ανεξαρτησία. Το 1644 κατελήφθη από το στρατό του μαρκήσιου Μόντροουζ και το 1651 από τους ρεπουμπλικάνους του Κρόμγουελ. 2. Πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Αυστραλίας, στις εκβολές του ποταμού Σουόν, στον Ινδικό ωκεανό. Ο αρχαιότερος πυρήνας της πόλης (κάτ.), εκτείνεται στη βόρεια όχθη των μικρών λιμνών Περθ Γουότερ και Μέλβιλ Γουότερ, που συνδέονται μεταξύ τους. Η Π. Ιδρύθηκε το 1829, όπως κι άλλες αυστραλιανές πόλεις, αρχικά ως αποικία καταδίκων. Πέτυχε τον τίτλο της πόλης το 1856. Από τότε η ανάπτυξή της υπήρξε σταθερή με τη νέα συνοικία Σουμπιάκο, ο αρχικός πυρήνας απλώθηκε προς ΝΑ, ενώ δημιουργήθηκαν η Βικτόρια Παρκ, αριστοκρατικό προάστιο, η Νότια Περθ και η Φρίμαντλ, η οποία χρησιμεύει ως επίνειο της μητρόπολης. Η πόλη συγκεντρώνει τα δύο τρία του πληθυσμού ολόκληρης της Πολιτείας, της οποίας αποτελεί το κέντρο εισροής των ορυκτών προϊόντων (χρυσού και κάρβουνου), των γεωργικών (σταριού, βρώμης και φρούτων) και των ζωοτεχνικών. Συνδέεται με τις άλλες Πολιτείες της Ομοσπονδίας με τη μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή των πρωτευουσών του Νότου και με ακτοπλοϊκές και εναέριες γραμμές. Καύχημα της Π. είναι το Βασιλικό Πάρκο, εκτεταμένο δάσος ευκαλύπτων (440 στρεμ.) στην καρδιά της πόλης. Άποψη του Περθ της Αυστραλίας. Στην πόλη αυτή καταλήγουν τα προϊόντα των ορυχείων και της γεωργίας της Πολιτείας της Δυτικής Αυστραλίας. Μερική άποψη της βρετανικής πόλης Περθ, μεγάλου βιομηχανικού κέντρου της Σκοτίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος ή Άλεξις — Όνομα σημαινόντων Βυζαντινών προσωπικοτήτων. 1. Στρατηγός, γνωστός και ως Α. ο Μουσελέμ (8ος αι.). Η Ειρήνη η Αθηναία τον έστειλε εναντίον του αρμενικού σώματος που είχε στασιάσει εναντίον της, επειδή είχε απαιτήσει από τον στρατό να την… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία, Δυτική — (Western Australia). Ομόσπονδη πολιτεία της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας που περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή Δ του 129ου μεσημβρινού και είναι η μεγαλύτερη σε έκταση (2.525.500 τ. χλμ.) αλλά η λιγότερο πυκνοκατοικημένη (918.805 κάτ. το 2001, 1… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”